- κακ(ο)-
- (AM κακ[ο]-)α' συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α' συνθετικό προσδιορίζει το β', πρβλ. κακο-μούτσουνος, κακο-ντυμένος) με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες η σχέση τών δύο συνθετικών είναι παρατακτική (πρβλ. αρχ. κακαισχής «κακός και αισχρός») ή αναφορική (πρβλ. αρχ. κακο-ξύνετος «συνετός ως προς το κακό»). Προέρχεται από το επίθ. κακός (πρβλ. κακό-μοιρος «αυτός που έχει κακή μοίρα») ή το επίρρ. κακώς / κακά όταν το β' συνθετικό είναι ρηματικός τ. (πρβλ. κακο-φτειαγμένος «φτειαγμένος κακά»). Εμφανίζεται και με τις μορφές κακη- για μετρικούς λόγους (πρβλ. κακη-λόγος, κακη-πελέων «αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση») και καχ- (προ δασυνομένων λ., πρβλ. καχ-εξία). Εκτός τής σημασίας «κακός» έχει σε ορισμένες περιπτώσεις τη σημασία «δύσκολος» (πρβλ. κακό-κλεπτος «αυτός που δύσκολα μπορεί να κλαπεί»). Ορισμένα αντιπροσωπευτικά σύνθετα με α' συνθετικό κακ(ο)είναι τα ακόλουθα: κακέμφατος, κακεντρεχής, κακόβουλος, κακοδαιμονία, κακοδοξία, κακοζωία, κακοήθης, κακόηχος, κακοθέλω, κακόθυμος, κακολογώ, κακόμοιρος, κακόμορφος, κακόμουσος, κακόνους, κακοπάθεια, κακόπιστος, κακοποιός, κακοπραγία, κακόρρυθμος, κακόσημος, κάκοσμος, κακότεχνος, κακότροπος, κακόυπνος, κακούργος, κακουχία, κακόφημος, κακόφωνος, κακώνυμος, καχεξία, καχύποπτοςαρχ.κακαγγελία, κακαγωγία, κακηγορία, κακανθήεις, κακεπίθυμος, κακέρως, κακηγόρος, κακηλόγος, κακηπελέων, κακοαισχής, κακοανάστροφος, κακόβιος, κακόβλητος, κακοβόρος, κακογείτων, κακοδία, κακοελκής, κακοήτωρ, κακοθαλπής, κακοθημοσυνη, κακόθρους, κακοκερδής, κακοκλεής, κακόκνημος, κακόκρατος, κακόλεκτρος, κακόμαντις, κακόμαχος, κακόμελος, κακομηδής, κακόμητις, κακόξενος, κακοξύνετος, κακοπέτης, κακόπηρος, κακόπλους, κακόπνους, κακόποτμος, κακόπους, κακόπτερος, κακορρέκτης, κακορρήμων, κακόρρους, κακοσταθής, κακόσχολος, κακοτερπής, κακότρεπτος, κακόφατις, κακοφραδής, κακόχαρτος, κακόχρους, κακώδης, καχεταιρεία, καχήμερος, καχόμιλοςαρχ.-μσν.κακοβουλεύομαι, κακογνώμων, κακοζηλία, κακοθελής, κακόκαρπος, κακομήχανος, κακόμορος, κακόπλαστος, κακοπραγμονώ, κακοπραξία, κακοτελής, κακόφιλος, κακόφρων, καχυπονόητοςμσν.κακανθρωπάριον, κακενθυμησία, κακευνούχος, κακοανάβατος, κακοβουλή, κακογένης, κακόγεως, κακογνωμώ, κακογροικώ, κακοδικώ, κακοδυστύχημαν, κακοεντυλίσσομαι, κακοευχαριστώ, κακοθαλασσώ, κακοιώνιστος, κακοκερδαίνω, κακόκλεπτος, κακοκυλιόμενος, κακομάζαλος, κακομάζωχτος, κακομηχάνημα(ν), κακομοίραγος, κακομουζάκωτος, κακομυριοκατάδαρτος, κακοπικραίνομαι, κακοπίστευτος, κακοπροαιρεσία, κακοσκέπαστος, κακόσπορος, κακοσυνάτος, κακόσφυρος, κακοτσούκαλο, καχέσπεροςμσν.- νεοελλ.κακόγνωμος, κακογράφος, κακογυρισμένος, κακοδιοικώ, κακοδουλεύω, κακοθελητής, κακοθώρητος, κακοκαρδίζω, κακομοίρης, κακοπαθαίνω, κακοπάτητος, κακοπόδαρος, κακορίζικος, κακοσυμβίβαστος, κακοτοπιά, κακότυχος, κακοφαίνεται, κακόψητος, κακόψυχοςνεοελλ.κακαγρίμι, κακαποδίνω, κακαρρώστια, κακέκτυπος, κακοαναθρεμμένος, κακοβάζω, κακοβλέπω, κακόβολος, κακόβραστος, κακογεννώ, κακόγλωσσος, κακοδιάθετος, κακοδιοίκηση, κακοζυγιασμένος, κακοζώ, κακοθρεμμένος, κακοκαιρία, κακοκαμωμένος, κακοκέφαλος, κακόκεφος, κακοκοιτάζω, κακομαθαίνω, κακομεταχειρίζομαι, κακομιλώ, κακομούτσουνος, κακοντυμένος, κακόπαιδο, κακοπερνώ, κακοπληρωτής, κακοπρόφερτος, κακοράδω, κακόρεχτος, κακοσημαδιά, κακοσυνηθίζω, κακοσύντακτος, κακοτάξιδος, κακοτράχαλος, κακοτρώγω, κακοτυπώνω, κακοΰφαντος, κακοφορμίζω, κακοφτειάνω, κακοχωνεύω, καχαιμία.
Dictionary of Greek. 2013.